πάσα — η [πασάρω] 1. μεταβίβαση αντικειμένου από χέρι σε χέρι 2. (αθλ.) μεταβίβαση τής μπάλας από παίκτη σε παίκτη 3. φρ. «κάνω πάσα» κατορθώνω με επιτήδειο τρόπο να μεταβιβάσω σε άλλον ευθύνη, βάρος ή ενόχληση … Dictionary of Greek
πάσα — πάσσω sprinkle aor ind act 1st sg (homeric ionic) πᾶς papa fem nom/voc sg (doric) πάσᾱ , πᾶς papa fem nom/voc/acc dual (doric) πά̱σᾱ , πᾶς papa fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάσα — η (λ. ιταλ.) 1. μεταβίβαση πράγματος από χέρι σε χέρι. 2. μεταβίβαση της μπάλας από παίχτη σε παίχτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πᾶσα — πᾶς papa fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάσα ἀρχὴ δύσκολος. — См. Лиха беда начало! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πασα-Λιμάνι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Xίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεστών … Dictionary of Greek
Τό τέχνιον πᾶσα γαῖα τρέφει. — τό τέχνιον πᾶσα γαῖα τρέφει. См. Ремесло вотчина … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λύχνου ἀρθέντος γυνὴ πᾶσα ἡ αὐτή. — См. Ночь матка все гладко! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πάσας — πάσᾱς , πάσσω sprinkle aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) πάσσω sprinkle aor ind act 2nd sg (homeric ionic) πάσᾱς , πᾶς papa fem acc pl (doric) πάσᾱς , πᾶς papa fem gen sg (doric) πά̱σᾱς , πᾶς papa fem acc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόπας — πασα, παν, Α 1. όλος, ολόκληρος (α. «πρόπαν ἦμαρ», Ομ. Ιλ. β. «πρόπασα χώρα», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρόπαν τελείως, ολοσχερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πᾶς, πᾶσα, πᾶν] … Dictionary of Greek